καρυδότσουφλο

καρυδότσουφλο
το
1. ο ξυλώδης φλοιός τού καρυδιού
2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών
3. πολύ ελαφρό σκάφος που τό παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + -τσουφλο (< τσόφλι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρυδότσουφλο — καρυδότσουφλο, το και καρυδότσοφλο, το το τσόφλι του καρυδιού: Μερικά καρύδια έχουν σκληρά καρυδότσουφλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρυοναύτης — καρυοναύτης, ὁ (Α) αυτός που πλέει μέσα σε καρυδότσουφλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ναύτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”